- ευγνώμων
- -ον (ΑΜ εὐγνώμων, -ον)1. αυτός που αναγνωρίζει κάποια χάρη ή προσφορά που τού έγινε και τιμά τον ευεργέτη του2. εκείνος που ανταποδίδει ή αισθάνεται υποχρεωμένος να ανταποδώσει την ευεργεσίααρχ.-μσν.1. καλόγνωμος, διαλλακτικός2. επιεικής, συγκαταβατικός3. φρόνιμος, συνετός4. ομολογία, αναγνώριση αμαρτήματος5. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγνωμονό, τι είναι λογικό ή ορθό.επίρρ...ευγνωμόνως (ΑΜ εὐγνωμόνως)με ευγνωμοσύνηαρχ.-μσν.1. με καλή διάθεση, χωρίς να δυσανασχετεί κάποιος2. με φιλική διάθεση3. ευχάριστα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γνώμων (< γι-γνώσκω), πρβλ. α-γνώμων].
Dictionary of Greek. 2013.